
Κρύβεσαι στα πιο σκοτεινά μου όνειρα
Μέσα στις φωτεινές μου νύχτες
Σκιά που να εισβάλλει παραφυλά
Απρόσκλητη μέσα στη σκέψη μου
Αγία και δαιμονική συνάμα
Παλεύω με την υποψία της ανάγκης σου
Ξορκίζω το άηχο όνομά σου
Στην πυρά το ρίχνω να καεί
Φυλακίζοντας το δάκρυ της ανάμνησής σου
Ρομφαία δίκοπη που στα δύο με ξεσκίζει
Κλείνω στη χούφτα μου ό,τι
Δικό σου μου απόμεινε-
Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία,ένα χαρτάκι που έγραψες πως μ΄αγαπάς-
Ιχνηλατώντας την παρούσα απουσία σου
Απροσδιόριστα θνησιγενής και απροσπέλαστη
Αφουγκράζομαι τη σιωπή σου
-τι παράδοξο-
Ακούω να μιλάει με τη φωνή σου
Ήχος ακατάληπτος,σε ρυθμό βυζαντινό
Ανοίκεια οικείος,λήθη προστάζει
Ζωγραφίζοντας την κραυγή της ηδονής
που σου γεννάει ο τρόμος
Κι εγώ προσκυνητής της άγιας χώρας
Και των χωμάτων σου, μένω πιστή
Θεραπαινίδα και ιέρεια των ανόσιων παραγγελμάτων σου
Λίγο πρίν ο ασκός του αιόλου ανοίξει
Και σκορπίσει στα πέλαγα το λαβύρινθο
ιδανικών φαντασιώσεων και παρερμηνευμένων ονειρώξεων
Κοφτερό μαχαίρι ανακυκλούμενων συναισθημάτων
Που σύρθηκαν στην άσφαλτο μιας άνοστης
και υποχθόνιας καθημερινότητας