Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Το μπλε που δεν ξέχασα






"Δες κι εσυ,κατάντησες σαν όλους κι εσύ.Η χρυσή της νιότης μου επανάσταση.
Κρίμα που δεν τόλμησες..."
(Χάρις Αλεξίου:Όλα θα΄χανε αλλάξει)

Ήταν ενα μαρτιάτικο πρωινό Κυριακής,πρίν πολλά-πολλά χρόνια.Ξύπνησε δύσθυμη,δεν ήθελε να αποχωριστεί την απαλή αίσθηση του πουπουλιένου παπλώματος της.Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως δεν γινόταν αλλιώς.Εξάλλου ήταν αυτή που θα συντόνιζε το αφιέρωμα για την ημέρα της Γυναίκας.Το πήρε απόφαση.Έπρεπε.Έκανε ενα βιαστικό μπάνιο,ήπιε καφέ και βγήκε.Ήταν κι αυτός ο πρόσφατος χωρισμός,βλέπεις,που της δημιουργούσε αλλόκοτα συναισθήματα.
Πήρε τη θέση της στο πάνελ.Έβλεπε φίλους και γνωστούς να φτάνουν,όταν ξαφνικά το βλέμμα της σταμάτησε σε εκείνον.Δεν έδωσε σημασία.Συνέχισε να διαβάζει το κείμενο της."Η θέση μου είναι εδώ,δίπλα σου;Βλέπω το όνομα μου.Είμαι ο Γιάννης ...Καλημέρα." Ένα ξερό ναι και μια μισή καλημέρα,απ΄αυτές που λες όταν δεν θες να δεις και να μιλήσεις σε άνθρωπο,ήταν η απάντηση της.Η εκδήλωση ξεκίνησε,όλα προχωρούσαν κανονικά.Καλύτερα απ΄ό,τι είχε φανταστεί.Απορροφημένη στις σκέψεις της,ούτε κατάλαβε πως έπρεπε να πάρει αυτή το λόγο.Της έπιασε απαλά το χέρι."Συγγνώμη αν σε ξυπνώ απ΄το ονειροπόλημα σου,μα πρέπει να συνεχίσουμε".Αυτό του το άγγιγμα αναστάτωσε όλες της τις αισθήσεις.Τον κοίταξε στα μάτια.Αυτά τα μάτια που δεν θα ξεχνούσε ποτέ."Γκρί μπλέ ή πράσινα ναναι;" αναρωτήθηκε."Ναι,φυσικά,συνεχίζουμε",απάντησε εμφανώς αμήχανα.
Η εκδήλωση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και εκείνη χάθηκε μέσα στους φίλους και τους καθηγητές της.Έψαχνε να τον βρεί.Μάταια.Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε.Πέρασε ο καιρός,το συμβάν ξεχάστηκε,μα που και που θυμόταν αυτά τα μάτια.Τίποτε άλλο απ΄αυτόν,μόνο αυτά.Η ζωή της συνεχίστηκε κανονικά,το ίδιο ανιαρή και μονότονη.
Ένα ζεστό βράδυ του Ιούλη,αποφάσισε να επισκεφθεί τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε ο δήμος που έμενε.Πολιτικοποιημένη καθώς ήταν,δεν ήταν δυνατόν να αγνοήσει τη συζήτηση που θα γινόταν.Ασε που μετά θα είχε και συναυλία με την Αρλέτα.Δεν θα το έχανε με τίποτα.Η φωνή του ομιλητή της φάνηκε γνώριμη,μα δεν ήταν σίγουρη.Και τότε τον είδε.Ρητόρευε με πάθος ενάντια στον πόλεμο και τους στρατούς του,που φυλακίζει τα όνειρα χιλιάδων νέων ανθρώπων.Τον ερωτεύτηκε.Απο κείνη τη στιγμή.Στο τέλος πήγε και τον βρήκε.Φύγανε μαζί και συνέχισαν τη βραδιά τους.Μέχρι αργά.Πρίν αποχωριστούν,έκοψε ένα κομματάκι χαρτί απ΄την εφημερίδα του και της έγραψε το τηλέφωνο του."Να τα ξαναπούμε,αν θες κι εσύ."
Τον σκεφτόταν μέρα-νύχτα.Τόλμησε και πήγε να τον βρεί στη δουλειά του.Ακολούθησαν πολλές τέτοιες συναντήσεις,με συζητήσεις διάφορες,μα πάντα με έναν ερωτισμό να πλανάται μεταξύ τους.Ενα βράδυ την προσκάλεσε σπίτι του.Της αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της.Είπαν πολλά.Άνοιξαν τις καρδιές τους κι ήρθαν κοντά.Πολύ κοντά.Όχι,δεν έκαναν έρωτα εκείνο το βράδυ.Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έκαναν.Πάντα λίγο πρίν το τελευταίο βήμα,εκείνος έκανε πίσω.Το βλέμμα του σκοτείνιαζε και έπαιρνε εκείνο το άγριο βαθύ μπλέ-μαύρο της θάλασσας,λίγο πρίν ξεσπάσει η μανία της στα βράχια.Δεν ήθελε,λέει,να τη δεσμεύσει.Θα έφευγε φαντάρος σε δυο μήνες,εκείνη θα έδινε για δεύτερη χρονιά πανελλαδικές .Η σχέση τους ήταν εξαρχής καταδικασμένη.Με τον έναν εδω και τον άλλον αλλού.Δεν ήταν σωστό...
Προσπάθησε να τον μεταπείσει.Μάταια.Τον ικέτευε για μια νύχτα έρωτα,ολοκληρωμένου έρωτα μαζί του.Ανένδοτος.Είχε πάρει τις αποφάσεις του.Πάντα,τελευταία στιγμή,της αρνιόταν αυτό που λαχταρούσαν κι οι δυό.Να ενώσουν τα κορμιά τους,να κυλιστούν και να αφεθούν στο πάθος τους.Να γίνουν ένα...
Η στιγμή του αποχωρισμού δεν άργησε.Το τελευταίο βράδυ της έδωσε ένα γράμμα,με την παράκληση να μην αναφέρει το περιεχόμενο του πουθενά.Ήταν ό,τι καλύτερο του είχε τύχει,και κοίτα πως τα έφερε η ζωη...Οι μήνες περνούσαν.Τον έψαχνε απεγνωσμένα.Μάθαινε νεα του απο κοινούς φίλους,του έστελνε γράμματα.Μόνο σε δυο-τρια απάντησε.
Μια μέρα του Αυγούστου,πριν τα γενέθλια της την πήρε τηλέφωνο.Ήθελε να την δει.Μίλησαν για το τότε και το τώρα.Ήρθαν κοντά.Μα πάλι δεν έκαναν έρωτα.Όχι μέχρι τέλος.Και χάθηκαν.Άλλη μια φορά...
Ένα απόγευμα του Οκτώβρη της τηλεφώνησε.Είχε απολυθεί πια και κείνη είχε περάσει στη σχολή που ήθελε.Της ανακοίνωσε οτι είχε αρραβωνιαστεί και σε λίγο καιρό θα παντρευόταν.Όχι,ό,τι της είχε πει ήταν αλήθεια.Την αγαπούσε.Πάντα θα την αγαπούσε.Μα δεν ήταν μπορετό να είναι μαζί.Εκείνη "αρρώστησε".Ανήμπορη να αντιδράσει.Οι φίλοι της άρχισαν να ανησυχούν.Για άλλον άντρα βέβαια,ούτε που το συζήταγε.Της πήρε καιρό πολύ να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Τον έψαξε.Μετά απο τρία χρόνια τον βρήκε εγκατεστημένο στο νησί που καταγόταν.Τηλεφωνήθηκαν αρκετές φορές,μα πάντα στη φωνή του διέκρινε έναν τόνο μελαγχολίας."Εγκλωβίστηκα,της είπε την τελευταία φορά.Συμβιβάστηκα.Εγω ο επαναστάτης.Εγω που θα άλλαζα τον κόσμο..."Προσπάθησε να τον παρηγορήσει.Αδιέξοδο.Χάθηκαν.Οριστικά αυτή τη φορά.
Απο τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια.Τον είδε σήμερα.Στο κέντρο.Κοντά στη παλιά του δουλειά,Αιόλου και Σταδίου.Μήπως έκανε λάθος;Μπα,όσα χρόνια και να περνούσαν,όσοι άντρες κι αν πέρασαν απ΄την καρδιά και το κορμί της,Εκείνον ποτέ δεν θα μπορούσε να τον λησμονήσει.Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.Τα μάτια του,εκείνα τα μάτια που είχε λατρέψει,απέφυγαν να την κοιτάξουν."Συγγνώμη,σας πέρασα για μια παλιά φίλη",της είπε.Και συνέχισε το δρόμο του.Φοβισμένος,ένας ακόμη μέσα στους πολλούς.
Θέλησε να του φωνάξει,να τρέξει πίσω του,να τον αγκαλιάσει.Να του πει πως,ναι,ήταν αυτή.Αυτή που κάποτε τόσο αγάπησε."Έλα κοντά μου,έλα σε μένα.Να κάνουμε έρωτα,και έπειτα να σε κλείσω στην αγκαλιά μου και να μου τα πεις όλα.Τί σου ΄καναν μάτια μου,πες μου,και έγινες κάποιος άλλος;".Κάτι την κρατούσε καρφωμένη στο έδαφος και δεν την άφηνε να κάνει βήμα.Ώσπου τον έχασε.Μέσα στο πλήθος.Δεν τον ξεχώριζε πια..
Αργά το βράδι,σπίτι της,ξανάφερε στο νου της όλο το συμβάν.Άκουσε τον εαυτό της να ψιθυρίζει:"Καλύτερα.Καλύτερα έτσι.Που δεν έκανα και δεν είπα τίποτα.Θέλω να κρατήσω την εικόνα που είχα για σένα.Ρομαντικός,επαναστάτης,ονειροπόλος.Δεν θα άντεχα να δω πόσο λίγος έχεις γίνει.Εγώ άλλον αγάπησα.Άλλον.Όχι εσένα."
Σηκώθηκε,πήρε μια μπύρα,άναψε τσιγάρο και κάθησε στον υπολογιστή.Μα θυμήθηκε πάλι τα μάτια του."Άραγε τί χρώμα ήταν;Γκρί-μπλέ ή πράσινα;Ακόμη αναρωτιέμαι.Πάντα με μπέρδευαν."Πήρε τη μπύρα και τα τσιγάρα της και βγήκε στο μπαλκόνι.Ήθελε να πάρει αέρα.Κοίταξε το φεγγάρι και σκεφτόταν....
Ναι,μπλέ ήταν τελικά...Και θυμήθηκε κάποια άλλα μάτια.Με το ίδιο ακριβώς χρώμα...
Και μελαγχόλησε...