Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Ζωντανά Παιχνίδια...







Ναι,κάπως έτσι ξεκίνησε. Σαν ένα παιχνίδι που η μια κουβέντα έφερνε την άλλη. Μα το "παιχνίδι" ξάφνου σοβάρεψε και ξέρεις δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Τα παιχνίδια υπάρχουν μονάχα για να διασκεδάζουν,να προσφέρουν ανάπαυλα και ψυχαγωγία στο χαμό της μέρας.
"Παιχνίδι" κι εγώ. Ή κάπως έτσι...
Όμως ποτέ ξανά και για κανέναν. Ποτέ το σίγουρο,το άθραυστο,το δεδομένο. Άκουσες; Για κανέναν. Γιατί να ξέρεις ότι και τα "παιχνίδια" έχουν ψυχή. Χαίρονται,πονάνε ,αγαπάνε,δένονται με τον "παίκτη" τους. Και λυπούνται,ιδιαίτερα όταν,αφού τα "χαρείς", τα αφήνεις παραπεταμένα σε μια γωνιά.Γιατί τα έμαθες πια.Γιατί είναι προβλέψιμα. Γιατί καμιά ευχαρίστηση δεν έχουν άλλη να σου δώσουν.
Πες πως "έσπασα".Πες πως ήμουν ένα φτηνό παιχνιδάκι σαν αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια. Που κρατάνε για λίγο. Αρα δε θα λυπάσαι τα "χρήματα" που έδωσες για να τα αποκτήσεις. Παρηγορήσου μ΄αυτό. Ή μάλλον δικαιολογήσου κάπως έτσι.

Καληνύχτα λοιπόν.Κοιμήσου ήσυχα.Τί έχεις να χάσεις άλλωστε;...

Θυμάμαι κι ονειρεύομαι...







Σε είδα χθές βράδυ στον αφρό
του πιο γαλάζιου μου όνειρου,
και είχες στα χέρια μιαν αυγή
κόκκινη σαν το αίμα.

Σε φίλησα και λειώσανε
χιλιάδες κρύσταλλα χιονιού,
στα χείλη της αγάπης μας.

Μπλέχτηκαν άρπες της νυχτιάς
μες τα χρυσά μαλλιά σου,
κι ένα τραγούδι χωρισμού
αρχίσαν τα τριζόνια.

Έτσι καθώς προσπάθησα
τα μάγια να σου λύσω,
πονέσαν τ΄ακροδάχτυλα
των πιο κρυφών λυγμών μου.

Κι έξαφνα καθώς έπλεκα
κοχύλια στα μαλλιά σου,
ένας αέρας φύσηξε,
και χάθηκες στα σύννεφα,
του αρχιπελάγου εσύ Κυρά,
που κράτησες στα μάτια σου
το χρώμα όλης της θάλασσας.

(Απο τη συλλογή,Ποιήματα 67-77)

Καλησπέρα...