Βαρέθηκα ν' ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ
Να μοιράζομαι την καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός κι εγώ να κουλουριάζομαι στο πάτωμα
Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μάγουλά μου και να κάνουν κρούστα
Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους. Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε, ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας. Ξημερώνει
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι με τα λάθη μου
Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά
Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί
Να μουλιάζω στη βροχή γιατί άνοιξα την ομπρέλα μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες
Πάντως, όπως και να 'χει το ζήτημα, ένα πράγμα ξέρω καλά. Πως γουστάρω πολύ
Γουστάρω τη φάση και περισσότερο την αντίφαση
Γουστάρω την τρέλλα μου και περισσότερο την τρέλλα των άλλων
Γουστάρω να μυρίζομαι την ανθρωπίλα
Γουστάρω τ' αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες
Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μ' ένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια
(Αλκυόνη Παπαδάκη:Το σκισμένο ψαθάκι)